ἀμείβονται

ἀμείβονται
ἀμείβω
change
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • μισθαρχίδης — μισθαρχίδης, ὁ (Α) (κωμικό πατρων. στον Αριστοφ.) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα δημόσια αξιώματα τα οποία αμείβονται με μισθό («σὺ δ ἐξ ὅτου περ πόλεμος μισθαρχίδης», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀρχή + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στους στρατιώτες και στο στρατό γενικά: Απαιτεί από τους υφισταμένους του στρατιωτική πειθαρχία. 2. «στρατιωτικός νόμος», νόμος που κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, νόμος που τίθεται σε εφαρμογή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμείβοντ' — ἀμείβοντα , ἀμείβω change pres part act neut nom/voc/acc pl ἀμείβοντα , ἀμείβω change pres part act masc acc sg ἀμείβοντι , ἀμείβω change pres part act masc/neut dat sg ἀμείβοντι , ἀμείβω change pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱μείβοντο ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”